- οἰκίζει
- οἰκίζωfound as a colonypres ind mp 2nd sgοἰκίζωfound as a colonypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… … Dictionary of Greek